Η
ΖΩΗ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΑΓΓΟΥΛΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
Του
Μάρκου Σκούφαλου
Δάσκαλου-
Κοινωνιολόγου.
Αγαπητοί
φίλοι.
Σε
μια εποχή που οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους αντικατοπτρίζοντας μια
δυστοπία και διαστρεβλωμένη κοινωνική συνείδηση, η ποίηση που ανιχνεύει , επιλέγοντας η ίδια
τη μορφή , τους καημούς και τα βάσανα
των αδικημένων, την προοπτική μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης χωρίς τον
αρχέγονο πόνο της εκμετάλλευσης θεών και κρατούντων, αποτελεί ανάσα και
αποκούμπι σε όσους από εμάς η λέξη άνθρωπος είχε και έχει μια θεμελιώδη
σημασία.
Ζούμε
σε μια εποχή , τηρουμένων των αναλογιών , ενός νέου μεσοπολέμου. Η
ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ουκρανία, η σφαγή του Παλαιστινιακού λαού από το
κράτος δολοφόνο του Ισραήλ, οι κραυγές των πολεμοκάπηλων της ΕΕ , των ΗΠΑ, του
ΝΑΤΟ, εναντίον του άλλου ιμπεριαλιστικού πόλου στην Ευρασία, Ρωσία , Κίνα κλπ,
θυμίζουν προετοιμασίες ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου, που απειλεί με αφανισμό
την ανθρωπότητα, με στόχο «να σκοτώνονται οι λαοί, για τ ‘αφέντη το φαγί», όπως
λέει ο Βάρναλης.
Όψη
του ίδιου σάπιου συστήματος η ανέχεια, η ανεργία, η ακρίβεια, οι διαλυμένες
εργασιακές σχέσεις, η ζωή λάστιχο που μετριέται με σταγόνες ανεκπλήρωτων
ελπίδων.
Η
υποκουλτούρα και η εκπόρνευση της Τέχνης, αποτελούν τα συνοδά στοιχεία, ενός
κόσμου γερασμένου, παλιού, άταφου νεκρού, για να χρησιμοποιήσουμε τη ρήση του
Γληνού. Αυτός είναι ο κόσμος του καπιταλισμού σε όλα του τα επίπεδα, που όσο
πιο βαθιά βυθίζεται στις αντιφάσεις του, τόσο πιο επικίνδυνος γίνεται για τις
ζωές μας , για την ίδια μας την ύπαρξη, εισβάλλοντας όλο και περισσότερο στον
βιόκοσμό μας.
Τα
τελευταία χρόνια βρισκόμαστε μπροστά σε μια τεράστια και εντεινόμενη επιχείρηση
της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκφραστών, με κύριο στόχο, να καλυφθούν
τα σύμφυτα παράγωγα του καπιταλισμού, δηλαδή η ηθική και πολιτική του σήψη, η
ιστορική του στασιμότητα, η απανθρωποίηση του υποκειμένου της ιστορίας που
είναι ο κοινωνικός και συλλογικά δρων εργαζόμενος άνθρωπος.
Η σκέψη όμως του Μαρξ είναι
χαρακτηριστική και επίκαιρη: «Η τάξη που
έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής διαθέτει συνάμα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής και για το
λόγο αυτό οι σκέψεις εκείνων που δεν έχουν τα μέσα για πνευματική παραγωγή
είναι γενικά εξαρτημένες από την άρχουσα τάξη».
Η Ζωοποιός λοιπόν Τέχνη των
εκμεταλλευόμενων τάξεων είναι
αναγκασμένη να λειτουργήσει μέσα σε αυτές τις συστημικές συμπληγάδες, να βρει
τον τρόπο να κοιτάξει το φως και να μιλήσει γι αυτό.
Ο σοβιετικός ψυχολόγος Λεοντίεφ ,
σηματοδοτώντας την ανθρώπινη συνείδηση και την πηγή της, αναφέρει ότι «ποτέ,
εκτός από τις αφαιρέσεις μας, δε βρίσκουμε τον άνθρωπο πριν τον κόσμο ή έξω από
τον κόσμο, έξω από τον πραγματικό, συγκεκριμένο δεσμό του με την αντικειμενική
πραγματικότητα.»
Αρκετά
χρόνια πριν ο Τρότσκι στο έργο του, «Λογοτεχνία και Επανάσταση» αναφέρει
προλογικά, «…Είναι γελοίο, παράλογο και
ακόμα ηλίθιο στο υπέρτατο σημείο, να ισχυρίζεται κανείς ότι η Τέχνη θα μείνει
αδιάφορη στους σπασμούς της εποχής μας. Τα γεγονότα προετοιμάζονται από τους
ανθρώπους, γίνονται από τους ανθρώπους, αντενεργούν πάνω στους ανθρώπους και
τους αλλάζουν».
Γράφει
ο Σεργκέι Τρετιακόφ στην κριτική του
όταν παρουσίαζε τον Μπρεχτ στο σοβιετικό κοινό: «…Είναι καιρός γι αυτόν τελικά να προσγειωθεί από τη νεφελώδη γη της
λογικής, απ’ όπου προέρχεται, στο στέρεο έδαφος. Βγαίνει στο δρόμο. Δε μιλά πια
απλά με δηλητηριώδεις και παράδοξες λέξεις, που ταιριάζουν μόνο σ’ ένα διαλεχτό
ακροατήριο διανοουμένων. Βρίσκει λέξεις απλές, την απλή μα παντοδύναμη αλήθεια
που μπορεί να κατεβεί στη διαδήλωση με πόδια βαριά μέσα από τις γραμμές των
προλεταρίων του Βέντιγκ , του Νοικέλν,
της Έσσης και του Αμβούργου».
Αλήθεια
ποιος είναι ο κόσμος του κομμουνιστή ποιητή Φώτη Αγγουλέ; Πώς «αντενεργούν»
πάνω του τα γεγονότα της ζωής, η φτώχεια, η προσφυγιά, η κοινωνική αδικία που
την αντιμετωπίζει από τα πρώτα του βήματα, η φρίκη του πολέμου; Πώς οι λέξεις
του αποκτούν «πόδια βαριά , μέσα από τις γραμμές των προλεταρίων»;
ΞΕΝΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Ξένος
ο κόσμος, σύνορα παντού , για να σταθείς,
δεν
έμεινε γωνιά.
Φωτιά
είν’ ο πόνος μα μπορείς μ’ αυτόν να ζεσταθείς
σε
τόση παγωνιά;
Ξένος
ο κόσμος και κακός, κι ούτε φελά, ούτ’ αξίζει
ή
σιάξτε τον, ή κάψτε τον, να μη μας βασανίζει.
Ο
Φώτης Αγγουλές έζησε και έφυγε από τη ζωή ως λαϊκός βάρδος στο πλευρό των
αδικημένων, δεμένος με το χνώτο των αποκάτω, των απόκληρων της ζωής , των
κολασμένων.
Ο
Κ. Παλαμάς γράφει ότι «Η αλήθεια δεν πρέπει μόνο να λάμπει,
πρέπει και να σφάζει». Αυτή την αλήθεια μέχρι το τέλος υπηρέτησε ο
Αγγουλές, πότε με άκρατο λυρισμό, πότε με αυστηρότητα, πότε με επαναστατικότητα
και πότε με σάτιρα.
Γράφει
στη «Μιχαλού»:
«Η Ελλάδα από τα μαρτύρια που υπέστη στα χέρια των
καταχραστών αγίασε και έγινε ΑΓ.ΕΛΛΑΔΑ…Ε, κύριοι πλεονέκτες μη γάλα, μη πολύ
γάλα, διότι η ΑΓ.ΕΛΛΑΔΑ είναι ξεδυναμωμένη και υπάρχει φόβος να μας τινάξει τα
πέταλα.»
Σε
κάθε περίπτωση όμως ο ποιητής δεν έγραφε για να γράφει, δεν ήταν ο ποιητής της
Τέχνης για την Τέχνη, αλλά έγραφε για να δείχνει, να δείχνει ενόχους, τις χαρές
και τις λύπες του λαού, τη διαλεκτική της φύσης και της ζωής, τα κοιλοπονέματα
της ιστορίας , μπροστά στην κατάντια μιας κοινωνίας στηριγμένης στην
εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Γράφει ο Μπρεχτ στις σημειώσεις του «Για το
ρεαλισμό»:
«Οι καιροί της
πιο σκληρής καταπίεσης είναι συνήθως καιροί όπου γίνεται λόγος για μεγάλα και
υψηλά πράγματα. Χρειάζεται θάρρος για να μιλήσει κανείς σε τέτοιους καιρούς για
πράγματα τόσο ταπεινά και ασήμαντα όπως το φαγητό και η στέγαση των
εργαζομένων, για να φωνάξει ανάμεσα στη δυνατή οχλοβοή πως το σπουδαιότερο
είναι η αυτοθυσία. Όταν ραίνουν με δάφνες τους αγρότες χρειάζεται θάρρος για να
μιλήσει κανείς για μηχανήματα και φθηνά λιπάσματα που θα διευκολύνουν την
αξιότιμη δουλειά τους… Οι ρεαλιστές συγγραφείς δίνουν λογαριασμό στην
πραγματικότητα .Είναι οι δικηγόροι της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί, κι
αυτοί μιλάνε ενάντια σε ξεπερασμένες ανθρώπινες ιδέες και τρόπους
συμπεριφοράς..»
Στην
ποίηση του Αγγουλέ μετουσιώνεται η έκφραση του Τερέντιου, «Είμαι άνθρωπος,
τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο.» Γι αυτό και από νωρίς διαλέγει
στρατόπεδο, ωριμάζει χρόνο με το χρόνο, καυτηριάζει από το 1932 τις
προετοιμασίες πολέμου, καταδικάζεται για την κριτική στο Μουσολίνι, τον βρίσκει
ο πόλεμος εξόριστο στο Χαλέπι και στην Αίγυπτο που παντρεύεται. Τον πόνο του
πολέμου τον δίνει σε πολλά του ποιήματα, όμως για τη μάνα έχει τραγική σημασία
ένας πόλεμος και αυτό δεν διαφεύγει της ευαισθησίας του ποιητή.
Στη Μάνα
Μανούλα
Τα μωρά θα πεθάνουν
στις κούνιες τους
Θα σκοτωθούνε οι
έφηβοι άδικα
θα μαραθούν τα
λουλούδια στις γλάστρες,
κι εσύ, να μην
περιμένεις
να πραγματοποιήσεις
κανένα σου όνειρο...
Αυτό... είναι Πόλεμος.
Ο
Φώτης Αγγουλές συμμετέχει στο κίνημα τον Απρίλη του 1944, όπου με την
καθοδήγηση της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης, οι αντιφασίστες
στρατευμένοι της Μ. Ανατολής, μεταξύ των οποίων και πάρα πολλοί Χιώτες
εξεγέρθηκαν. Η ξενόδουλη κυβέρνηση του Καΐρου , ανέθεσε την καταστολή της
εξέγερσης, την εξόντωση της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης στους Άγγλους
που γέμισαν τις φυλακές και τα «σύρματα» από τους αντιφασίστες αγωνιστές. Αυτή
η τύχη των συντρόφων του, ακολουθεί και τον ποιητή μας .
Ο «ποιητής
των συρμάτων», κρατούμενος των Αγγλων στο στρατόπεδο Μπαρντίας της Μ. Ανατολής,
μαζί με 15.000 Ελληνες δημοκρατικούς στρατιώτες και μέσα στο χαροπάλεμά του απ'
την αρρώστια του άσθματος που τον βασάνιζε, γράφει αναπολώντας τη μορφή του
Μπάιρον:
«Εμείς την
εκτιμούμε τη φιλία / εμείς τη λευτεριά την αγαπούμε... / Μα τώρα που βάρβαροι
οι δικοί σου / μας τυραννούν τι να τους πούμε;»
Ο
Φώτης είναι πλέον μέλος του ΚΚΕ από το 1943 σύμφωνα με τη μαρτυρία των μελών
του κόμματος και αντιφασιστών Μεσανατολιτών, συρματένιων, Διαμαντή Γεωργούλη και Νίκου Μπακοντούζη.
Παίρνει μέρος στις συνεδριάσεις του κομματικού πυρήνα του Ντεκαμερέ, συμμετέχει
στη δημουργία σχολείου . Συμμετέχει στην πραγματοποίηση μαθημάτων για την άνοδο
του πολιτικού επιπέδου των συναγωνιστών του. Γράφει δεκάδες ποιήματα
αντιφασιστικά «Μπιρ Χακίμ», «στην Ιστορία», «Ασμάρα», «Μπάυρον», «ERIDAN». Τυπώνει προκηρύξεις και μικρά περιοδικά με
πολιτικό, κοινωνικό και λογοτεχνικό περιεχόμενο.
Ο
Φώτης γίνεται μαθητής και δάσκαλος στα «Πέτρινα Πανεπιστήμια» των εξορισμένων
και φυλακισμένων. Από όπου περνά στα μπουντρούμια των φυλακών και στους αφιλόξενους
τόπους διδάσκει και διδάσκεται από όλους και τους ομότεχνούς του.
«Για
να περπατήσεις στο σωστό δρόμο, χρειάζεσαι φως. Και το φως είναι γράμματα. Ο
κόσμος πρέπει να μάθει να διαβάζει, γιατί αλλιώς ακούει μόνο ό,τι του λένε οι
άλλοι… Η φυλακή πρέπει να γίνει σχολείο», μας λέει ο Μιχάλης Παπαμάυρος.
Η
Κυριακή Καμαρινού συγγραφέας του βιβλίου «Τα Πέτρινα πανεπιστήμια» , που
αναφέρεται στην μορφωτική προσπάθεια των πολιτικών κρατουμένων και εξορισμένων
την περίοδο 1924-1974 υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ, σημειώνει ότι το αξιοθαύμαστο
και το συγκλονιστικό είναι, ότι οι κρατούμενοι ή οι εξόριστοι αγωνιστές όχι
απλά κατόρθωσαν να επιβιώσουν αλλά να μετασχηματίσουν τις απάνθρωπες και
εξαιρετικά επώδυνες συνθήκες της ζωής τους σε αυτούς τους χώρους σε συνθήκες
δημιουργίας, ψυχικής και πνευματικής καλλιέργειας. Ακόμη και ένα βήμα πριν το
θάνατο δεν εγκατέλειπαν την προσπάθεια τους να μορφωθούν.
Αναφέρει
ότι, οι πολιτικοί κρατούμενοι οργανώνονταν σε Ομάδες Συμβίωσης ή Κολεκτίβες,
στις οποίες αρχικά συμμετείχαν μόνο κομμουνιστές, αργότερα όμως διευρύνθηκαν.
Φυσικά πρέπει να γνωρίζουμε ,ότι τα μαθήματα αποτελούσαν ένα είδος «δικαιώματος
υπό αίρεση», δηλαδή οι φορείς της εξουσίας πότε το αναγνώριζαν και πότε το
καταργούσαν.
Μετά
το 1936 όλη η μορφωτική δραστηριότητα οργανώθηκε με την αξιοποίηση της
εμπειρίας των Ομάδων Συμβίωσης με τη διαφορά ότι συμμετείχαν όσοι πολιτικοί
κρατούμενοι το επιθυμούσαν και παρακολουθούσαν πρώτα μαθήματα γενικής παιδείας
και στη συνέχεια εκείνα που τους πρόσφεραν ιδεολογική κατάρτιση. Εκτός από τα
μαθήματα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν και η πολιτιστική δραστηριότητα των ομάδων
όπου ο Αγγουλές συνεισέφερε τα μέγιστα.
Οι
κρατούμενοι βλέπουν την κράτησή τους ως μια ακόμη αναμέτρηση με τον πολιτικό
τους αντίπαλο και ελπίζουν σε μια επερχόμενη νίκη. Με αυτή την πίστη μέσα τους
επιδίδονταν με ζήλο σε επιμορφωτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες βάζοντας
ως στόχο την προετοιμασία τους για τη νέα ζωή που τους περίμενε μετά την
αποφυλάκισή τους. Προετοιμάζονταν για την ανοικοδόμηση της χώρας.
Αυτή
η μάχη για τη μόρφωση είναι όμως σύμφυτη με την πίκρα τη στερημένης λευτεριάς. Γράφει ο Φώτης:
ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ
Ένα μπουκέτο
παπαρούνες, φτιαγμένες από σύρματα και φλος,
αναστατώσαν την ψυχή μου.
Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θολός κι έπεσε φως μεσ’ στο κελί μου.
Ένα μπουκέτο πυρκαγιές, ένα μπουκέτο χείλη,
ένα μπουκέτο ροδαμνιές, σε τροπικό ένα δείλι.
Μα πού `ναι η αγάπη; Πνίγηκε στο μίσος και στο ψέμα
και στο κελί μου φτάνουνε σπαρακτικές κραυγές.
Κι οι παπαρούνες έγιναν ένα μπουκέτο από πληγές
και στάζουν αίμα.
Τα
ποιήματά του ποτέ γραπτά πότε από στόμα σε στόμα , γίνονται φωτιά που θεριεύει
και εμπνέει τους αντιφασίστες αγωνιστές που ονειρεύονται μια απελευθερωμένη από
το φασιστικό ζυγό Ελλάδα , λαοκρατούμενη και δημοκρατική χωρίς την ξένη ακρίδα.
ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
Και
μες στα χιόνια θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει;
Ξανθέ φονιά, τι σ’ έφερε σ’ αυτήν εδώ τη στέπη;
Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι;
Ποιος σ’ έβλαψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις; Ποιος σε ξέρει
εδώ που χρόνια εμόχθησε το εργατικό το χέρι
να χτίσει την καλύβα του και μια ζωή να φτιάσει;
Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάσει
το χέρι αυτό που του γκρεμνάς ό,τι από χρόνια χτίζει;
Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει;
Τώρα
φωλιάζουν στ’ άσαρκο κρανίο σου σκοτάδια
κι απ’ της φυλής σου τα όνειρα είναι τα στήθια σου άδεια.
………………………………………………………………………………………….
Κι ίσως μια μάνα, ένα παιδί κάπου να σε προσμένει,
μα εσύ θα μένεις πάντοτε ξένος σε χώρα ξένη,
κι η μνήμη σου που της ζωής το νόημα θα λερώνει
θα ‘ναι ένα στίγμα, ένας λεκές μες στο κατάσπρο χιόνι…
Η
απελευθέρωση τον βρίσκει να επιστρέφει στο νησί από τους τελευταίους το 1946,
πιο ώριμος από ποτέ στην ιδεολογία του, οι διώξεις και οι κακουχίες, οι
συναντήσεις με ομότεχνούς του, τον έχουν ατσαλώσει, όμως ήδη το αστικό καθεστώς
της εποχής, μαζί με το παλάτι και τους Άγγλους έχουν στήσει ένα τρομοκρατικό
καθεστώς που επιδιώκει το τσάκισμα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τον κύριο αιμοδότη του το
ΚΚΕ.
Από
πριν οι στίχοι του είχαν δώσει σαφή ίχνη για το δρόμο που διάλεξε τόσο ο ίδιος
, όσο και οι σύντροφοί του:
Ας μην ήρθατε πίσω,
κι’ ας μη φτάσατε πουθενά.
Ο δρόμος μας αρχινά,
από κει που ο δικός σας τελειώνει.
Μέσα στο κάτασπρο χιόνι,
μια ματωμένη γραμμή το δρόμο μας δείχνει,
ας ρίχνει σκοτάδι τριγύρω η νύχτα, ας ρίχνει…
Ακολουθούμε πιστά τα ματωμένα σας ίχνη.
Ο Φώτης Αγγουλές υφίσταται όλες τις
διώξεις, εξευτελισμούς, τραμπουκισμούς εις βάρος του ως κομμουνιστής, αν και
βρισκόταν σε άσχημη κλονισμένη υγεία εξαιτίας των προβλημάτων από τη Μέση
Ανατολή. Αρνείται όμως επίμονα να υπογράψει τη γνωστή δήλωση ότι αποκηρύσσει την ιδεολογία του. Ο
ταγματάρχης της Χωροφυλακής Ντουβλάς Ελευθέριος γράφει στην αναφορά του:
«Την
υπογραφήν της ως άνω δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως. Έκτοτε παρακολουθείται η δράσις
του.»
Ξεκινούν τα χρόνια της ταξικής σύγκρουσης του εμφύλιου
πολέμου, που βρίσκουν το Φώτη να αγωνίζεται ενάντια στις λευκή τρομοκρατία,
στις διώξεις, στις εκτελέσεις και στις
εξορίες.
Κορύφωση του αγώνα του η Φουντάνα ενός ερημωμένου σπιτιού, η οποία βρισκόνταν
δίπλα στο σπίτι του Ζαννή Αθηναίου.
Επί τέσσερις μήνες περίπου μέσα στη
Φουντάνα, οι Φώτης Αγγουλές και Μιχάλης
Βατάκης κάτω από άθλιες συνθήκες (ανήλια, υγρασία και κρύο με αποτέλεσμα να
τους προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας, φυματίωση, πνευμονία) έβγαζαν τον
παράνομο κομματικό τύπο, ΕΜΠΡΟΣ και ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ.
Σ’ αυτή τη Φουντάνα συνελήφθηκαν με το
Βατάκη και είναι καταγεγραμμένο, ότι ο Αγγουλές ευχαρίστησε βγαίνοντας το
σιδερά σε διπλανό μαγαζί, που ο ήχος του σφυριού του , ήταν γι αυτούς η
παρηγοριά ότι είχε ξημερώσει.
Όταν τους συνέλαβαν ο μοίραρχος
Παντελίδης είπε στο Φώτη:
-Βλέπεις, Φώτη, ο κόσμος σε
αποδοκιμάζει. Και με την παροιμιώδη ετυμολογία του ο Φώτης του είπε :
-Φαντάσου χάλι που θα γινόντανε, αν
εμείς σε κουβαλούσαμε εσένα.
Ακολούθησε η δίκη του Φώτη μαζί με 56
άλλους κομμουνιστές αλλά πριν τη δίκη μεταφέρθηκαν στη Γιούρα στην αρχή και μετά στις φυλακές
Αβέρωφ, μεταφερόμενος και στη Σύρα για νοσηλεία αφού η κατάσταση της υγείας του
είχε χειροτερέψει.
Στις 13-08-1948 η απόφαση του
στρατοδικείου είναι 12 εις θάνατο, 21 ισόβια και ο Φώτης 12 χρόνια. Κατά την
ώρα της απόφασης, σύμφωνα με μαρτυρία του Διαμαντή Γεωργούλη[1],
ο Φώτης απήγγειλε ποίημα για την Ελλάδα δηλώνοντας ότι δεν είναι προδότης.
Ξεκινά ο Γολγοθάς του, αν και η σκέψη
του παραμένει και πάλι στους χαμένους συντρόφους του. Φυλακές του Ναυπλίου,
Βούρλα, Κεφαλονιά , Αλικαρνασσός Κρήτης, ξανά Κεφαλονιά και το
1955 μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας όπου αποφυλακίζεται το 1956
αφού είχε εκτίσει τα 2/3 της ποινής του 8 χρόνια.
Δεν λύγισε:
Κι εφέτος η
πρωτοχρονιά, στη φυλακή με βρίσκει,
κι άδειο κανίσκι ειν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι.
Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι Χαρά που μού’χεις λείψει,
μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη.
Μην
καρτεράτε να λυγίσουμε μηδέ για μια στιγμή
Μηδ’ ‘όσο
στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι
έχουμε τη
ζωή πολύ πάρα πολύ αγαπήσει
Γυρίζει
στη Χίο σε άθλια οικονομική κατάσταση και με την υγεία του σε φθίνουσα πορεία.
Οι αδελφές του τον βοήθησαν όσο μπορούσαν.
Συνεχίζεται
το κυνηγητό από τη βασιλική χωροφυλακή Χίου. Οι χωροφύλακες στο κατόπιν του ….
Δεν τον αφήνουν λεπτό μονάχο, τον ακολουθούν ακόμα και σε εξόδους του εκτός
πόλης. Είναι χαρακτηριστική η φωτογραφία στο Νεχώρι, όπου, όπως χαρακτηριστικά
έλεγε αστειευόμενος στους φίλους του : «Ο Φώτης και η προσωπική του φρουρά»[2].
Δρακογενιά
ο Φώτης, συνεχίζει την Πορεία μέσα στη νύχτα , όπως είναι και η ομώνυμη συλλογή
των ποιημάτων του, πληγωμένος και λαβωμένος νοητικά αυτή τη φορά.
Ήταν τόσο θολωμένο το μυαλό του που όταν
του ζήτησαν να υπογράψει ένα χαρτί του ΙΚΑ αρνήθηκε πιστεύοντας ότι τον
παραπλανούσαν να υπογράψει δήλωση.
Το καλοκαίρι του 1963 έπαθε την αρρώστια
των τυπογράφων μολυβδίαση και νοσηλεύτηκε σ’ ένα νοσοκομείο στα Μελίσσια.
Το μυαλό του είχε σαλέψει πια με τη
φροντίδα της ΕΔΑ μπήκε σε μια ψυχιατρική κλινική στο ελληνικό που με τη φροντίδα του νοσηλευτικού προσωπικού
και των αδελφάδων του άρχισε να συνέρχεται και να επικοινωνεί με τους γύρω του.
Ξαναγυρίζει στη Χίο . Του είχαν βγάλει
και μια σύνταξη μειωμένη των τυπογράφων.
Στο πλοίο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ στο διάδρομο της
τουριστικής θέσης τη νύχτα 26 προς 27
Μάρτη του 1964 άφησε την τελευταία του πνοή φεύγοντας από Χίο προς Πειραιά.
Φίλες
και φίλοι.
Σοφή
στους σοφούς, λέει ο Μπρεχτ στις Ιστορίες του κυρίου Κόυνερ , είναι η στάση. Η
στάση του ποιητή Φώτη Αγγουλέ, απέναντι στη ζωή, απέναντι στους συνανθρώπους
του, ακόμα και απέναντι στους δυνάστες του είναι αυτή που ζωντανεύει τους
στίχους του, που τους μετουσιώνει σε παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές
αγωνιστών, για τις επόμενες γενιές που επιμένουν στο πέρασμα από το βασίλειο
της βαρβαρότητας στο βασίλειο της Ελευθερίας .
Αλλάξτε τη μοίρα σας
Άβουλος μη
σταθείς στιγμή, μπρος στης ζωής τη στράτα
κι είν' όμορφα τα
γηρατειά κι είναι γλυκά τα νιάτα.
Χιλιόγλωσση είν' η
προσευχή κι έχει απ' τα χρόνια πια γεράσει.
Κι όμως ως του Θεού τ
αφτιά, ποτέ δεν έχει φτάσει.
Τίποτα. Τίποτα καλό σε
σας, δεν έχουν δώσει
όσοι σοφοί κι αν
περάσουν και παντογνώστες και μεγάλοι.
Ποιόν περιμένετε να’
ρθει.
Ποιόν καρτεράτε, να
σας σώσει.
Εσείς οι ίδιοι, με τα
χέρια σας, με το μυαλό σας, με την πράξη.
Αν δεν αλλάξετε τη
μοίρα σας.
Ποτέ της δεν θ
αλλάξει.....
[1]
Προφορική μαρτυρία Διαμαντή Γεωγούλη, στελέχους του κόμματος
[2]
Μαρτυρία συναγωνιστή του Γιάννη Συρβίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου