Βάλανε,
λέει μια ιστορία, μέσα σε μια λεκάνη με δροσερό νερό ένα βατραχάκι, που
κολύμπαγε ξέγνοιαστα σ’ αυτό. Μετά, ζέσταναν ελαφρά το νερό της λεκάνης μέχρι που έγινε χλιαρό.
Το βατραχάκι ευχαριστημένο συνέχιζε τις βουτιές του. Το νερό, με το βαθμιαίο
ζέσταμα, έγινε κάτι περισσότερο από χλιαρό. Το βατραχάκι πια δεν ήταν τόσο
ευχαριστημένο όσο πριν, αλλά ελαφρά κουρασμένο, όπως νιώθουμε εμείς τις ζεστές
μέρες. Παρόλα αυτά δεν ένιωθε κανένα φόβο και το ανεχόταν. Το νερό ζεστάθηκε ακόμη
περισσότερο και το βατραχάκι άρχισε να αισθάνεται πολύ κουρασμένο. Εξουθενώθηκε· δεν είχε όμως τη δύναμη ούτε να σκεφτεί να
πηδήξει έξω από τη λεκάνη. Δεν μπορούσε πια να αντιδράσει με κανένα τρόπο· έτσι υπέμεινε καρτερικά το αναπόφευκτο. Η θερμοκρασία
του νερού αργά μα σταθερά ανέβαινε, ώσπου το βατραχάκι, έβρασε. Αν από την αρχή
καταλάβαινε ότι με αυτόν τον ύπουλο τρόπο οδηγείται στο βράσιμο, τότε σίγουρα
θα είχε πεταχτεί έξω από τη λεκάνη με ένα γερό σάλτο. Μα δεν το έκαμε!
Η
παραπάνω αλληγορία ταιριάζει γάντι σαν απάντηση στο ερώτημα που πλανάται μέσα
στην κοινωνία μας: Τι άλλο περιμένει ο
κόσμος (ο λαός) να δει για να σηκωθεί; Γιατί υπομένει; Γιατί παθητικά ανέχεται
ό,τι του επιβάλλεται χωρίς να αντιδρά; Σε τι ελπίζει ότι μπορεί να τον σώσει;
Το μαχαίρι
των διαχειριστών-υπηρετών του τραπεζοοικονομικού συστήματος δεν έφτασε απλά
μέχρι το κόκκαλο του λαού· το συνέθλιψε και το προσπέρασε. Παρόλο που θα περίμενε
κάθε λογικά σκεφτόμενος άνθρωπος που βάλλεται πανταχόθεν -οικονομικά,
κοινωνικά, συνειδησιακά και έχει καταντήσει ψωμοζήτουλας και τρωγλοδύτης- να
μην ανεχτεί άλλο τούτη τη βαρβαρότητα, αυτός την υπομένει παθητικά και ανέχεται
άβουλα ό,τι του επιβάλλεται.
Έτσι,
είναι φυσικό, οι ύαινες του πλούτου όχι μόνο να παρασιτούν σε βάρος του
κακοπληρωμένου νέου, του εργαζόμενου υπό συνθήκες «λάστιχο», του αποστραγγισμένου
συνταξιούχου, του άνεργου, αλλά να ερμηνεύουν την παθητική αυτή στάση της
κοινωνίας συνολικά σαν αποδοχή των επιβαλλόμενων εγκλημάτων τους. Αν ζούσαμε
στον κόσμο της παραπάνω αλληγορίας, θα βρισκόμασταν στη φάση του «πολύ
κουρασμένου», του «εξουθενωμένου», που δεν έχει τη δύναμη να αποδράσει, από το
καυτό «νερό».
Το
θέμα είναι αν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι βρισκόμαστε ένα βήμα πριν το «νερό»
κοχλάσει και εμείς «βράσουμε» οριστικά. Με απλά λόγια, η επιλογή είναι δική
μας, φτάνει να καταλάβουμε πως ο δρόμος που μας έχουν βάλει να βαδίσουμε οδηγεί
με μαθηματική ακρίβεια στη δυστυχία και στο θάνατο. Και το κυριότερο, ότι αυτοί
που μας έβαλαν βρίσκονται καθημερινά κοντά μας, συνεχίζουν να μας χαϊδεύουν τ’
αυτιά για τις «μάχες» που δίνουν για το καλό μας, μάς κοροϊδεύουν ασύστολα ότι έρχονται
καλύτερες μέρες, αφού το ραντεβού με την «ανάπτυξη» -έχει πάρει τη θέση του
πάλαι ποτέ «ραντεβού με την ιστορία»- μας περιμένει στη… γωνία. Μας κάνουν να
ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα δούμε ένα μετασχηματισμό του καπιταλισμού προς
λαϊκό όφελος. Η βαρβαρότητα όμως δε μετασχηματίζεται σε καμιά περίπτωση σε ανθρωπισμό, όσο ο λύκος
σε καμιά περίπτωση δε γεννά προβατάκια.
Κι
εμείς περιμένουμε σαν τις ευαγγελικές «μωρές παρθένες», με το φανάρι χωρίς λάδι
πια, την έλευση ενός νυμφίου-σατανά που απλά θα δυναμώσει τη φωτιά και θα
επιταχύνει το «βράσιμό» μας, χωρίς όμως να έχουμε δυνατότητες επιλογής.
Κανείς
μας δεν έχει το δικαίωμα, ενώ βλέπει τη ζωή του και τη ζωή των παιδιών ή των
εγγονιών του να παίζεται από τους καταχραστές του στα ζάρια της κερδοφορίας και
των κεφαλαιακών ανταγωνισμών, να αποφασίζει χωρίς συζήτηση ότι «δεν μπορεί να
αλλάξει τίποτα», να μη βλέπει μέλλον, να πιστεύει σε σύγχρονούς μάγους -όχι
απλά μαθητευόμενους-, να ηδονίζεται μπροστά στο χαζοκούτι υφαίνοντας μέσα στη
συνείδησή του τον προαναγγελθέντα θάνατό του. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να
αφήνει τη θλίψη που βγαίνει από την αδυναμία αντιμετώπισης όσων μας έχουν
φορτώσει οι βάρβαροι να τον οδηγεί σε δικές της ατραπούς, τις οποίες έχουν
ορίσει με μαεστρία οι δεξιοκεντροψευτοαριστεροί σωτήρες, οι βιαστές της λαϊκής βούλησης, που στην
πρώτη ευκαιρία θα ξαναζητήσουν τη συναίνεσή μας για ακόμη χοντρότερες αλυσίδες.
Ετούτη
η κατρακύλα, μπορεί να αλλάξει μόνο από τον ίδιο το λαό και κανέναν άλλον. Ο
λαός οφείλει να αναστηθεί, να πραγματοποιήσει το μεγάλο άλμα από την απάθεια, από
την παθητική ανοχή και την αδράνεια στη συνειδητοποίηση του ιστορικού του ρόλου.
Να πάρει στα χέρια του τη ζωή και τον πλούτο που έχει παράγει, να δώσει το χέρι
σ’ όποιον θέλει να σταθεί στα δικά του πόδια. Μακριά από την τακτική του
«κρίνειν εκ του καναπέως», μακριά από την τακτική της εξ αποστάσεως ανάθεσης,
της παπαγαλολογίας και του φόβου, ας
πορευτούμε με ταξική συνείδηση και κοινωνικές συμμαχίες, για να αποφύγουμε το
«βράσιμο» που μας επιφυλάσσουν. Δυο είναι οι δρόμοι: Ή αντίδραση ή παράδοση
άνευ όρων!
2-6-2017
Φραγκούλης
Π. Κυλαδίτης-Στέλεχος Λαϊκής Συσπείρωσης Δήμου Χίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου